Φυλάκῳ

Φυλάκῳ
Φύλακος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυλακώ — έω, Μ [φύλαξ, ακος] φυλακίζω …   Dictionary of Greek

  • φυλάκῳ — φυλακός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσοφυλακώ — θαλασσοφυλακῶ, έω (Μ) περιφρουρώ ορισμένη θαλάσσια περιοχή («τριήρεις θαλασσοφυλακοῦσαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + φυλακώ (< φύλαξ), πρβλ. oδo φυλακώ, οπισθο φυλακώ ή < αμάρτυρο *θαλασσο φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • καιροφυλακώ — καιροφυλακῶ, έω (Α) φροντίζω, περιποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + φυλακώ (< φύλαξ < φύλαξ), πρβλ. ημερο φυλακώ, σωματο φυλακώ] …   Dictionary of Greek

  • πολιοφυλακώ — έω, Α (για στράτευμα) φυλάσσω την πόλη («μὴ... τῆς ἐλπίδος ἀντιλαμβανόμενος ἐπὶ τὸ πολιοφυλακεῑν ὁρμήσῃ καὶ τρίβειν τὸν πόλεμον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολιο τής δωρ. γεν. πόλιος τής λ. πόλις + φυλακῶ, μέσω ενός αμάρτυρου ον. *πολιοφύλαξ (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • ωοφυλακώ — έω, Α (για τα αρσενικά ορισμένων ψαριών) φυλάγω, προστατεύω τα αβγά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + φυλακῶ (< φύλαξ < φύλαξ, ακος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”